- καλέντουλα
- (Calendula). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των συνθέτων, με περίπου 15 είδη που είναι αυτοφυή στις παραμεσόγειες χώρες και στους Κανάριους νήσους. Πρόκειται για μονοετείς ή πολυετείς πόες με απλά, μεγάλα φύλλα και άνθη κατά κεφάλια με θηλυκά περιφερειακά γλωσσοειδή άνθη, κίτρινα ή πορτοκαλόχρωμα. Τα άνθη του δίσκου, σωληνοειδή, είναι αρσενικά. Οι καρποί της κ. είναι λεία, κυρτά αχαίνια. Στην Ελλάδα φυτρώνει σε καλλιεργημένα και χέρσα χωράφια.
Το είδος αγριοκαλέντουλα είναι μονοετής πόα ύψους 10-30 εκ. Έχει απλωτά και χνουδωτά κλαδιά και ακέραια λογχοειδή φύλλα, από τα οποία τα κατώτερα είναι έμμισχα. Η αγριοκαλέντουλα είναι κυρίως γνωστή με την ονομασία νεκρολούλουδο. Ένα τρίτο είδος, η κ. η φαρμακευτική, έχει διακοσμητικά άνθη με τονωτικές και εφιδρωτικές ιδιότητες. Ο κίτρινος χυμός τους χρησιμοποιείται για τον χρωματισμό του βουτύρου.
Η καλέντουλα, ποώδες φυτό της οικογένειας των συνθέτων, χρησιμεύει ως καλλωπιστικό και φαρμακευτικό.
Dictionary of Greek. 2013.